τόμα — τόμᾱ , τομάω need cutting pres imperat act 2nd sg τόμᾱ , τομάω need cutting imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομά — τομάς clearing fem voc sg τομά̱ , τομή fem nom/voc/acc dual τομά̱ , τομή fem nom/voc sg (doric aeolic) τομός cutting neut nom/voc/acc pl τομά̱ , τομός cutting fem nom/voc/acc dual τομά̱ , τομός cutting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τόμα — Τόμος slice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τομά, Αμπρουάζ Σαρλ Λουί — (Thomas, Μετς 1811 – Παρίσι 1896). Γάλλος συνθέτης. Αφού αποφοίτησε από το Ωδείο του Παρισιού και πήρε το 1832 το βραβείο της Ρώμης, ο Τ. εγκαταστάθηκε στην Ιταλία κάνοντας, παράλληλα με τις μελέτες του, συχνά ταξίδια στα μεγάλα ιταλικά και… … Dictionary of Greek
Κορνέιγ, Τομά — (Thomas Corneille, Ρουέν 1625 – Λε Αντελί 1709). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Νεότερος αδελφός του Πιερ Κορνέιγ (βλ. λ.), έζησε πάντα στη σκιά του. Εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος στη Ρουέν, αλλά εγκατέλειψε το επάγγελμά του για να συναντήσει τον… … Dictionary of Greek
Αλμπέρ, Τομά — (Thomas Αlbert, 1878 – 1932). Γάλλος σοσιαλιστής και βουλευτής (1914 19). Διακρίθηκε και ως συγγραφέας. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ουμανιτέ (Umanite) του Παρισιού και αργότερα έγινε διευθυντής της Σοσιαλιστικής Επιθεώρησης. Στο μεταξύ είχε… … Dictionary of Greek
Γκρασέ, Τομά — (Thomas Grasset, 19ος αι.).Γάλλος φιλέλληνας λόγιος. Επισκέφτηκε την Αθήνα λίγο μετά την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα της Ελλάδας. Διασώθηκαν τρεις επιστολές του, στις oποίες περιέχονται πολύτιμες πληροφορίες για την τότε κατάσταση της Αθήνας. Οι… … Dictionary of Greek
Σιμπλινί, Αντρόν Τομά Περντού ντε- — (Subligny). Γάλλος συγγραφέας (1636 1696). Ήταν δικηγόρος του γαλλικού Κοινοβουλίου και διακρίθηκε σαν ποιητής, μυθιστορηματογράφος και κριτικός. Από τα έργα του αξιολογότερα θεωρούνται: Το ποίημα Μούσα, η διάδοχος του θρόνου (1665 67), το… … Dictionary of Greek
τομάν — τομά̱ν , τομή fem acc sg (doric aeolic) τομά̱ν , τομός cutting fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομάων — τομά̱ων , τομή fem gen pl (epic aeolic) τομά̱ων , τομός cutting masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)